- καλλίδενδρος
- καλλίδενδρος, -ον (Α)(για τόπο)1. αυτός που έχει ωραία δένδρα2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό-δενδρος, ολιγό-δενδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίδενδρον — καλλίδενδρος with fine trees masc/fem acc sg καλλίδενδρος with fine trees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιδενδρότατος — καλλίδενδρος with fine trees masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλιδενδρία — καλλιδενδρία, ἡ (Α) [καλλίδενδρος] δάσος με ωραία δένδρα … Dictionary of Greek